Ένα ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ είναι πολλά περισσότερα από ένα μοτίβο, ένα χρώμα κι ένα μανικετόκουμπο. Εκείνος που ξέρει να εκτιμά άλλωστε ένα καλό πουκάμισο, είναι σε θέση να γνωρίζει και κάθε του λεπτομέρεια. Για να γίνει βέβαια αυτό, απαιτείται η εξοικείωση με όρους που σε άλλους ακούγονται ξένοι. Η δύναμη είναι γνώση όμως και επειδή στην περίπτωση ενός πουκαμίσου, είναι και στυλ, συγκεντρώσαμε για εσάς όλους εκείνους τους… περίεργους όρους που συνοδεύουν ένα τέτοιο. Το γλωσσάρι του πουκαμίσου στη διάθεσή σας!

Γιακάς: Το κομμάτι υφάσματος που αναδιπλώνεται περικλείοντας τον λαιμό. Διαθέτει επιπλέον ένα ή δύο κουμπιά ώστε να κλείνει σε περίπτωση χρήσης γραβάτας ή παπιγιόν και προαιρετικά δύο ακόμα στις γωνίες του ώστε να έρχονται σε επαφή με το κυρίως τμήμα του πουκαμίσου.

Κολάρο: Ακριβώς το ίδιο με τον γιακά.

Κουμπί/Κουμπότρυπα: Τα συναντάμε στο κυρίως τμήμα του πουκαμίσου (τα κουμπιά επάνω στην πατιλέτα), στα μανίκια στο ύψος του βραχίονα και στη μανσέτα. Για κάθε κουμπί υπάρχει και μία κουμπότρυπα εκτός από τα μανικετόκουμπα.

Μανίκι: Το τμήμα που ξεκινά από τον ώμο και φτάνει μέχρι τον καρπό του χεριού.

Μανσέτα: Το τμήμα που ξεκινά από τον καρπό του χεριού, το «τελείωμα» του μανικιού.

Μπανέλα: Αξεσουάρ που τοποθετείται στο πίσω μέρος του γιακά ώστε να κρατά τεντωμένες τις άκρες του.

Πατιλέτα: Το τμήμα του υφάσματος πάνω στο οποίο βρίσκονται τα κουμπιά.

Πλατάκι: Η εσωτερική επένδυση της πλάτης του πουκαμίσου που φαίνεται από τον ανοιχτό γιακά.

Ποδαράκι: Το ύψος του κολάρου, από τον λαιμό μέχρι το ανώτερο σημείο του (εκεί που αναδιπλώνεται).

Ραφή: Υπάρχουν τρία είδη ραφής: η απλή, η γαλλική και η πλακοραφή. Η τελευταία προτιμάται στις περισσότερες ραφές του πουκαμίσου αφού εξασφαλίζει τη μέγιστη αντοχή στον χρόνο. Στα μανίκια συναντάμε τη γαλλική αφού έχει καλύτερη αίσθηση αφής και σιδερώνεται ευκολότερα.

Ωμίτης: Ακριβώς ίδιο με το πλατάκι.